«Εν θα το καταλάβω ποτέ ρε» λέει ο Κώστας πικραμένος. «Τι έσχει να καταλάβεις ρε φίλε μου; Δε τον ίνταλως ένει: Ψηλός, τέλεια συμμετρία προσώπου, γαλάζια μάθκια που πελλανήσκουν, γραμμωμένο σώμα, μυώδης πόθκια. Ο άνθρωπος μου έσχει τζαι τζίντον κότσο τον συμμαζευμένων, εν του εξέφυε τρίχα. Έσχει αυτοπεποίθηση να κάθετε να βλέπει την φάτσα του ώρες μπροστά που τον καθρέφτη τζαι να σάση κάθε λεπτομέρεια.» απαντά ο Αντρέας. Ο Κώστας γυρίζει και βλέπει τον Αντρέα με απορία. «Εν να τον τζεράσεις τζαι κανένα ποτό οξά εν να προσπαθήσεις να τον ρίψεις μόνο με γλυκόλογα;» ρωτά ο Κώστας, αφήνοντας ένα παιχνιδιάρικο γέλιο για να πειράξει τον φίλο του ακόμη παραπάνω. Ο Αντρέας πίνει μια γουλιά από το ποτό του, ένα νερωμένο πλέον ουίσκι αφού τα παγάκια έχουν εδώ και ώρα λιώσει, χωρίς να δώσει σημασία στο πείραγμα του φίλου του. «Εν ούλα στην αυτοπεποίθηση που κερτούντε. Ο μάγκας μου ξέρει τι θέλει, ξέρει ότι μπορεί να το έσχει, τζαι πάει δια μέσα. Εννέν όπως εμάς «πάμεν τζαι οποίον πάρει ο χάρος». Τούτος πάει τζαι εν έσχει ενναλακτικών αποτέλεσμα. Εν να γίνει τζίνο που θέλει». Ο Αντρέας ρίχνει μια ματιά στον φίλο του. Σιγά να μεν εν τόσον εύκολο ρε! Σαμπείς αν πάω εγώ με την ζαωμένην την μούτην, τα δόνκια τα θεόζαβα τζαι τούτην σκεμπέ ουλή, εν να την τύφλωση η αυτοπεποίθηση μου. Έσχει παραπάνω chance να την τύφλωση η φαλάκρα μου πάρα τούτον! Σταματά τον συνειρμό του ξανά ο Κώστας «νάμπο σκέφτεσαι ρε μεγάλε; Οξά είδες καμίαν άλλην να πάμεν πασ’σε τζίνην;». Πριν καν να προλάβει να απαντήσει, τον σταματούν οι φωνές της υπόλοιπης παρέας που τους καλούν να επιστρέψουν στην κράτηση τους. Ο Κώστας, γνωρίζοντας την έκπληξη που ήταν σχεδιασμένη, τραβά τον Αντρέα και πηγαίνουν μαζί στην κράτηση τους. Λίγα λεπτά μετα, η μουσική χαμηλώνει για να μπει ο γνωστός ύμνος των γενέθλιων, ενώ μια πομπή από σερβιτόρους παίρνουν την φωτεινή τούρτα στην κράτηση τους. Μετα από το καθιερωμένο για τον Αντρέα ξητήμασμα στους φίλους του για την αμηχανία που του δημιουργούν όταν τον βάζουν στο κέντρο της προσοχής, ετοιμάζετε να σβήσει τα κεράκια. Πριν προλάβει όμως του κεντρίζει το ενδιαφέρων το ζευγάρι από πριν. Όπως ο παραπάνω κόσμος, έβλεπαν προς το μέρος της τούρτας για να δουν ποιος είναι ο εορτάζω, και για μια στιγμή κλειδώνουν τα βλέμματα του Αντρέα και της κοπέλας, πριν ζυγώσει ο φίλος της και της πει κάτι στο αυτί, το οποίο την κάνει να γελάσει και να στρέψει το βλέμμα της πάνω του. «Μεν ξιάσεις να κάμεις την ευτζήν σου ρε γάρε» του λέει ο Κώστας, φέρνοντας την προσοχή του πίσω στο τραπέζι και στην τούρτα του. Κάνοντας μια ευχή, ο Αντρέας σβήνει τα κεράκια.
Το επόμενο πρωί βρίσκει τον Αντρέα ακόμα να φοράει τα χτεσινά ρούχα και να ρουθουνίζει δυνατά, όπως συνηθίζει να κάνει μετα από ξενύχτια. Ανοίγει σιγά σιγά τα μάτια του, νιώθοντας τα σάλια που μαζευτήκαν στα μάγουλα του και σκουπίζει το στόμα του με το δεξί του χέρι. Σηκώνετε από το κρεβάτι και πηγαίνει στην τουαλέτα σέρνοντας τα πόδια του στο πάτωμα. Πάνω στην νύστα του όμως σκοντάφτει και πέφτει. Μαλάκα πόσον ήπιαμε εχτές που εκατάφερα τζαι έφα την χαμέ; Εν παρκέ ας πούμεν εν έσχει κάπου να δώκω πάνω, σκέφτεται από μέσα του, απογοητευμένος με τον εαυτό του. Πριν μπει στην τουαλέτα, ανοίγει το φως και αργά ξεκινάει να περπατά προς τον νεροχύτη. Γυρνάει το χερούλι του κρύου νερού και ενώνει τα χεριά του, γεμίζοντας τις παλάμες του με παγωμένο νερό, και με γρήγορη κίνηση το ρίχνει στην μούρη του. Προς έκπληξη του, αντίς ανακούφιση νιώθει πόνο. Δυνατόν πόνο. Πόνος που έμοιαζε με τις βασανιστικές ώρες που πέρασε όταν είχε ατύχημα με την μοτοσικλέτα του. Μετα τα πνιγμένα βογγητά που έκανε, άρχισε να ανήσυχα πραγματικά. Ο πόνος δεν ερχόταν από κάπου συγκεκριμένα. Ήταν όλο του το πρόσωπο ένα ασταμάτητο κύμα πόνου: Προβλεπόμενα σημεία όπως η μύτη, αλλά και περίεργα σημεία όπως τα ματιά. Όχι πίσω από τα καστανά του μάτια, όχι στην περιοχή των ματιών. Τα ίδια του τα μάτια τα ένιωθε και ήταν επώδυνα. Η αντανάκλαση του στον καθρέφτη του δείχνει πόσο σοβαρό είναι το θέμα. Ματωμένη μύτη, μαυρισμένα μάτια, αίμα σε όλο του το πρόσωπο, αποδυναμωμένες και νέκρες τρίχες φυτρώνουν από την ξυρισμένη κεφαλή του. Αγχωμένα γυρίζει γρήγορα στο δωμάτιο και προσπαθεί να βρει το κινητό του και από την βιασύνη του σκοντάφτει ακόμα μια φορά. Απελπισμένος πλέον παίρνει το 112 και ζητά βοήθεια, δίνοντας την οδό και τον αριθμό του διαμερίσματός του. Τα λεπτά μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο παίρνουν βασανιστικά αργά και οι σκέψεις υπερβολικά γρήγορα.
Ακούγοντας τις σειρήνες να φτάνουν έξω από το παράθυρο του, τον καθησυχάζουν για λίγο. Μέχρι να φτάσουν οι νοσηλευτές στον όροφο του, ο Αντρέας κατάφερέ να συρθεί μέχρι την πόρτα του για να τους ανοίξει. Τους κοιτάζει και βλέπει στο βλέμμα τους κάτι που τον τρομάζει: έκπληξη. Αυτά τα έμπειρα άτομα που έχουν δει χιλιάδες καταστάσεις πάγωσαν μόλις τον είδαν. Εφάμεν την σκέφτηκε. Αμέσως τον βάζουν στο φορείο και ξεκινούν την μεταφορά του στο νοσοκομείο. Μια νοσοκόμα μπαίνει στο διαμέρισμα ψάχνοντας να βρει το κινητό του ασθενούς, το οποίο εντοπίζει στο πάτωμα δίπλα απ’ το κρεβάτι. Σκύβοντας να το πάρει φτάνει σε απόσταση αναπνοής με την λίμνη αίματος την οποία άφησε πίσω του ο ασθενής. Κάτι της τραβά την προσοχή, κάτι…άσπρο μέσα στο πηκτό κόκκινο. Δόντια; Όχι είναι νύχια;!
Φτάνοντας στο νοσοκομείο, ο Αντρέας μεταφέρετε άρον άρον στα επείγοντα. Δεν έχει δει τον εαυτό του εδώ και ώρα, αλλά δεν χρειάζεται. Νιώθει κάθε εκατοστό του σώματος του. Κάθε ίντσα, όλο το δέρμα, οι τρίχες, τα κύτταρα. Όλα πονάνε. Μπορεί να κοιτάξει και να δει την ζημιά αλλά δεν έχει το κουράγιο. Φοβάται να στρέψη το βλέμμα του στα χέρια του γιατί νιώθει τις άκρες των δακτύλων του να έχουν ανοιχτές πληγές, να κρούουν από την απώλεια κάποιού βασικού στοιχείου την οποία του υπενθυμίζει κάθε φορά που ο αέρας αγγίζει την ανοιχτή πληγή. Νιώθει τα πόδια του σαν σπασμένα και σαν κάποιος να τα τραβά. Νιώθει την μύτη του πιεσμένη, σαν κάποιος να του ρίχνει μπουνιά ασταμάτητα. Ο γιατρός, αφότου του περιέγραψε ο Αντρέας τα συμπτώματα του, μένει άφωνος. «Πάρτε τον γλίορα σε έναν όφτζαιρον δωμάτιο τζαι φωνάξετε μου τους νοσηλευτές που τον εφέραν» διατάζει μίαν νοσοκόμα, «α, τζαι μόλις τελειώσετε απολυμάνετε τα σχέρκα σας τζαι μεν αφήκετε κανένα να μπει στο δωμάτιο για κανένα λόγο». Ο γιατρός μιλά με τους νοσηλευτές για να προσπαθήσει να βγάλει λογική, χωρίς επιτυχία. Τους διατάζει να απολυμάνουν χέρια και να απομονωθούν για το υπόλοιπο της ημέρας. Αμέσως παίρνει τηλέφωνο γνωστό του στο Υπουργείο Υγείας. «Ιντα μπου’σχει δηλαδή;» ρωτά ο γνωστός του γιατρού, προσπαθώντας να βγάλει άκρη από εκείνα που άκουσε, στο οποίο ο γιατρός απαντά τρομοκρατημένος «ίντα μπου εν έσχει. Εππέσαν τα νύσχια του, τα πόθκια του εν ζαωμένα τζαι το ένα έγινε πιο μακρίν, η μούτη του έσπασεν τζαι ετράβησεν μέσα – ναι ρε λαλώ σου είδα φωτογραφία του που εχτές εμίτσιανεν – τα μάθκια του εν ολοκότζινα τζαι εχάσαν το χρώμα του οι κόρες του. Τούτα εν τζίνα που φαίνονται τζιόλας, σίουρα έσχει τζιάλα. Εν είπα για ραδιενέργεια εν να φαλαρίσκαν ούλοι ρε, είπα τους να τον απομονώσουμε τζαι να απολυμάνουμε τα πάντα, είπα τζαι σε τζίνους που είχαν επαφή μαζιν του να απομονωθούν προς το παρόν ώστει να το σιουρέψω.» Ο γιατρός μένει σιωπηλός για λίγο, ακούγοντας την φωνή στο τηλέφωνο. «Πότε εν να έρτει δηλαδή;» ρωτά ανήσυχα.
Η Καίτη ξυπνά στο κρεββάτι του φίλου της, φορώντας τις πιτζάμες της. Την ξυπνά ο ήχος του κινητού της που σπάζει την απόλυτη ησυχία. Είναι απ’ την δουλειά της και από την έκφραση του προσώπου της γίνεται ξεκάθαρο πως κάτι δεν πάει καλά. Σηκώνετε από το κρεββάτι και φοράει τις παντόφλες της, και γρήγορα ξεκινάει να προετοιμάζετε για δουλειά. Ψάχνει τον φίλο της ο οποίος δεν είναι στο κρεββάτι, έστω και αν ξενυχτήσαν κάπως εχτές και έχουν άδεια απ’ την δουλειά για σήμερα – μπορεί όπως και με κείνη να έτυχε κάτι επείγων, αλλά θα άκουγε το κινητό του που χτυπούσε. Εν να του στείλω μήνυμα στο κινητό σκέφτεται και σκουπίζει το χέρι της που είναι λερωμένο για να ξεκλειδώσει το κινητό της – που έντζησα πάλε τζαι έγινα χτιτζιόν; ,σκέφτεται, anyway πρέπει να κάμω πως βιάζουμε τζαι καρτερούν με. Καθώς σηκώνετε από το κρεββάτι, προσέχει πως το μαξιλάρι από την μεριά του φίλου της είναι γεμάτο τρίχες – υπερβολικά πολλές τρίχες, σαν κάποιος να του ξύρισε το κεφάλι που τόσο περηφανευόταν. Είπα του εν να σου πέσουν τα μαλλιά σου άμαν τους βάλλεις λάκκα τζαι πιάνεις τα σφιχτά κότσων τζαι πάλε εν με ακούει, σκέφτεται από μέσα της, αλλά εν κούκλος άμαν τα κάμει έτσι. Το μυαλό της γρήγορα θυμάται την υπέροχη νύχτα που μόλις μοιράστηκαν. Μόνοι σε κλαμπ, να χορεύουν, να πίνουν, να φλερτάρουν σαν πρώτη φορά, χωρίς να ξέρουν κανένα. Ακόμα και το σχόλιο του για τον εορτάζω της προηγούμενης νύχτας – ότι σίγουρα την έβλεπε και την ήθελε – την έκανε να νιώσει ωραία. Ένιωσε ξανά έφηβοί και η ζήλια του φίλου της την έκανε να γελάσει εκείνη τη στιγμή. Το δικαιολόγησε ως παράλογο, αλλά ένιωσε κάτι που είχε μήνες να νιώσει: Πως ακόμα την θέλει και πως το ενδιαφέρον που τραβά (όχι όσο συχνά όσο θα ήθελε) είναι κάτι που αγχώνει τον φίλο της και τον κάνει να την διεκδικά. Αλλά τώρα είναι ενήλικας με δουλειά και αν δεν βιαστεί, θα είναι ενήλικας χωρίς δουλειά, έτσι με γοργό ρυθμό πηγαίνει στον νεροχύτη και πλένει το πρόσωπο της, τα δόντια της, και σκουπίζετε με την πετσέτα της, μετα πετάει τις πιτζάμες της στο καλάθι των άχρηστών, ντύνετε γρήγορα, παίρνει δυο φέτες ψωμί, μια τυρί, και μια Χαμ, και φεύγει τρέχοντας.
«Μα ίντα μπουν τούτα ρε κοπέλια; Σίουρα εν τούτα που σας είπαν;» ρωτά έκπληκτη η Καίτη. «Ναι ρε, εσιούρεψα το αφού έτσι εξοπλισμό, έσχει 25 χρόνια που δουλεύκω δαμέ, δεν εχρειάστηκεν να ετοιμάσω. Αμπάς τζαι εν κανένα training που εν να σας κάμουν.» απαντά ο συνάδελφος, «εν τζαι αποκλείω το να με εξυπνήσαν στην άδεια μου τζαι να με έκαμμαν με το λάομα, για να μας κάμουν training, αλλά αν εν έτσι η φάση εν την γλιτώνουν τούτην φοράν εν να ακούσει η μάνα τους», απαντά η Καίτη. Μετα από γρήγορους χαιρετισμούς, η Καίτη βάζει τον εξοπλισμό στο αυτοκίνητο της και ξεκινά να κατευθύνετε προς το νοσοκομείο. Δεν περνάει πολύ ώρα πριν να φτάσει στον προορισμό της, οπού συναντά ένα χάος. Ασθενείς, προσωπικό του νοσοκομείου, συγγενείς, και διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης, είναι μαζεμένοι έξω από το νοσοκομείο. Την είχε προειδοποίηση το αφεντικό της ότι θα υπήρχε πανδαιμόνιο στο νοσοκομείο, αλλά αυτό προσπερνά οτιδήποτε άλλο είχε δει ως τότε. Με γρήγορες κινήσεις, κατεβαίνει απ’ το αυτοκίνητο και με την βοήθεια του αφεντικού της και προσωπικού του νοσοκομείου, μεταφέρουν τον εξοπλισμό μέσα στο νοσοκομείο παλεύοντας να περάσουν μέσα από το πλήθος δημοσιογράφων που φωνάζουν ερωτήσεις και συγγενών που απαιτούν εξηγήσεις. Πριν καν να προλάβει να σκεφτεί, η Καίτη σημειώνει την αφύσικη ησυχία που υπάρχει μέσα στο νοσοκομείο. Ένα νοσοκομείο πρέπει να είναι πολλά πράγματα αλλά ήσυχο ποτέ. Κανένας δεν βιάζετε να πάει κάπου, δεν ακούγονται κλάματα, γέλια, σοβαρές συζητήσεις, τίποτε. «Ιντα μπου γινεν; Γιατί εν ούλοι έξω τζαι γιατί εφέραμεν τούντον εξοπλισμό;» ρωτά η Καίτη προσπαθώντας να μάθει όσες παραπάνω πληροφορίες μπορεί μέχρι να φτάσουν στο σημείο που την οδηγούν οι συνάδελφοι της. «Κάποιος είρτεν σε σοβαρή κατάσταση στα επείγοντα πριν περίπου δκιο ώρες. Εν έχουμεν ιδέα τι έσχει εκτός που το ότι τα συμπτώματα του εν υπερβολικά, τζαι δεν περιορίζουντε σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Ώσπου να κάμει τις εξετάσεις ο γιατρός τα πράματά εσχιροτερέψαν, ο ασθενής χάνει τις αισθήσεις του που τον πόνο τζαι φάσεις φάσεις ξυπνά τζαι παουρίζει. Πρέπει να σιουρεφτούμεν ότι εν έσχει να κάμει με ραδιενέργεια τζαι για την προστασία ουλών, εκκενώσαμε το νοσοκομείο…» Καθώς εξηγά την κατάσταση το αφεντικό, η αφύσικη ησυχία του νοσοκομείου σπάζει από δυνατά ουρλιαχτά στο βάθος του διαδρόμου που βρίσκονται. «Εξύπνησεν…ε Καίτη, ετοιμάστου, κάμε την δουλειά σου τζαι εύκα. Εν μπορούμεν να αφήκουμεν κάποιον μέσα μέχρι να είμαστεν σίουροι ότι εν τον πεύκουμεν να πσοφίσει.» Η Καιτη ξεκινα να φορεί την στολη της. «Ο γιατρός, οι νοσοκόμοι τζαι οι νοσηλευτές που ήρταν σε επαφήν μαζίν του εδείξαν συμπτώματα;» ρωτάει καθώς ετοιμάζετε, «οϊ αλλά εν σε καραντίνα για να είμαστεν σίουροι. Ε Καιτη, εν τζαι θέλω να σε φοϊτζιάσω αλλά τζίνο που εν να δεις που εν να μπεις μέσα πολλά πιθανόν να μεν το εξανάδες ποτέ στην ζωή σου. Κράτα την ηρεμία σου τζαι κάμε την δουλειά σου γλίορα τζαι επαγγελματικά.» Η Καιτη φοράει το προστατευτικό κράνος και γνεφει θετικα στο αφεντικό της για να τον καθησύχαση – θα κάνει την δουλειά της όπως πάντα.
Με κάθε βήμα που την παίρνει πιο κοντά στο δωμάτιο στο τέλος του διαδρόμου, οι κραυγές πόνου δυναμώνουν και επεκτείνονται. Το εγκλεισμένο κλουβί προστασίας που φοράει διαπερνάτε από την ανατριχιαστική ικανότητα των κραυγών να κάνουν την Καιτη να φανταστεί και να νιώσει τον αφόρητο πόνο. Προσπαθεί να συγκεντρωθεί στην δουλειά της. Ελέγχει ξανά τον εξοπλισμό, σιγουρεύετε ότι η στολη της δεν έχει κενά, ελέγχει τις αναπνοές της, οτιδήποτε μπορεί να σκεφτεί μέχρι να φτάσει στο δωμάτιο από οπού οι φωνές ακούγονται ασταμάτητα. Δυνατά, βαθιά βογγητά που σταματούν μόνο για αναπνοές και απελπισμένα παρακάλια για βοήθεια. Φτάνοντας στην πόρτα, η Καιτη δεν σταματά καν, «όπως στην πισίνα άμαν εν σχιόνιν το νερό, απλά διάς μέσα τζαι κανεί» σκέφτεται.
Το πρώτο σοκ έρχεται με το που πατά το πόδι της μέσα στο δωμάτιο. Το αίμα έχει φτάσει ως την πόρτα και παραλίγο να γλιστρήσει. Το δεύτερο έρχεται όταν ακολουθά το αίμα πίσω στα ξεφλουδισμένα δάκτυλα της φιγούρας που παραδόθηκε στο κρεββάτι μισοπεθαμένη. Κάποτε στα δάκτυλα αυτά υπήρχε δέρμα και νύχια, ζωντάνια, αλλά τώρα είναι ακίνητα, νικημένα απ’ την βαρύτητα, μύες γυμνοί. Ακολουθώντας τα δάκτυλα και μετα τις εκτεθειμένες φλέβες, βλέπει το πρώτο είδος κάλυψης αυτής της φιγούρας. Μια αιματωμένη άσπρη ποδιά του νοσοκομείου, κολλημένη στο ωμό κρέας του χεριού. Μετα αντικρίζει τα μάτια, που ξεχωρίζουν μεταξύ των μακριών, νεκρών τρίχων που κάποτε πρέπει να ήταν τα μαλλιά αλλά τώρα μοιάζουν με γέρικο και φτηνό ύφασμα. Δυο φλεγόμενες, κόκκινες μπάλες οπού οι κόρες μόνο κάνουν αντίκτυπο στη θάλασσα κόκκινου με γαλάζιο χρώμα που σιγά σιγά κέρδισαν χώρο στο καφέ που ξεθωριάζει. Η Καιτη δεν μπορεί να κοιτάξει άλλο και στρέφει το βλέμμα της πιο κάτω, προσπαθώντας να το φτάσει στην συσκευή της χωρίς να αντικρίσει άλλη φρίκη. Ξεπερνά το ξεφλουδισμένο δέρμα που κρέμεται στην άκρη του κρεββατιού, σαν τα απομεινάρια του φιδιού όταν αλλάζει δέρμα. Προσπαθεί να μην σκεφτεί τον αποκρουστικό πόνο που πρέπει να νιώθει στην χαμηλή περιοχή που έχει κολλήσει πάνω η ποδιά. Κλείνει τα μάτια για να μην της μείνει η εικόνα των ποδιών που έχουν γίνει σαν κλαδιά νεκρού δέντρου και ξεκάθαρα το ένα από τα δυο έχει ψηλώσει και έχει δημιουργήσει μια φρικιαστική εικόνα. Είναι πολύ αργά όμως και οι εικόνες έρχονται απρόσκλητες και ξεκάθαρες στο μυαλό της. «Τούτον το πράμαν κάποτε ήταν πλάσμα, τι στο δκιάλον έγινε τζαι έφτασεν σε τούντην κατάθκιαν;» σκέφτεται. Οι κραυγές, που δυνάμωσαν και πολλαπλασιάστηκαν όταν το κορμί αυτό αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει κάποιος άλλος εκεί, της σπαν τις σκέψεις. Εκεί ξεκινούν τα παρακάλια. «Κυρία μου σας παρακαλώ, βοηθάτε με! Πονώ παντού, κάμετε κάτι εν αντέχω άλλο. Φοούμε εν θέλω να πεθάνω. Τι έπαθα; Πως έγινε τούτο; Δώστε μου κάτι, βοηθάτε με, μεν με αφήκετε δαχαμέ μόνο μου να πσοφίσω όπως τον σχίλον τον αδέσποτο» λέει η φωνή, πνιγμένη από όλα τα ασταμάτητα σημεία πόνου. Η Καιτη, όμως, έχει παγώσει. «Τούτη η φωνή, τζίνα τα μάθκια, το ύψος…αποκλείετε, εν έσχει chance» σκέφτεται πανικοβλημένη. Νιώθει την συσκευή να βαραίνει απότομα και παραλίγο να της πέσει στο ποτάμι αίματος που δημιουργήθηκε γύρο από τα πόδια της. Αυτό της δίνει την ορμή να μετρήσει για ραδιενέργεια και να κάνει την δουλειά της. Κανονικά επίπεδα. Χωρίς κουβέντα, γυρνάει και φεύγει από το δωμάτιο χλωμή. «Εννέν τζίνος, εν γίνεται, εν να τον πιάσω τωρά τηλέφωνο τζαι εν να μου απαντήσει. Εν να με ξιτημάση που τον πιάνω στην δουλειά ενώ είπεν μου σχίλιες φορές να μεν τον πιάνω.» σκέφτεται, καθώς ξεκινα και τρέχει στον διάδρομο, ενώ απ’ την αντίθετη έρχεται το αφεντικό της με νοσοκόμους για να παν στον ασθενή. Μόλις που προλαβαίνουν να ακούσουν το ξεψύχισμα του. «Εν αντέχω άλλο, νομίζω εν να πεθάνω…παναγία μου φοούμε». Οι προσπάθειες θα είναι μάταιες να τον επαναφέρουν.
Μπιπ, μπιπ…μπιπ, μπιπ…μπιπ,μπιπ. Η Καιτη περιμένει με κομμένη την ανάσα και την ψυχή στο στόμα. «Απαντά μου σε παρακαλώ…αποκλείετε να είσαι εσύ…άσιχτίρ απαντά γαμώ το τζέρατο σου…μεν με βάλεις φωνοκιβώτιο απάντα που να μεν σου πω,,,». Η Καιτη καταρρέει στον τοίχο και με τα χέρια στα γόνατα σπαράζει στο κλάμα. «Ο αριθμός που καλέσατε δεν ανταποκρίνεται. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.». «Εν γίνεται, έννεν δυνατό» σκέφτεται καθώς βυθίζεται πιο βαθιά στο πάτωμα και μέσα της βρίσκει το άγχος και την αβεβαιότητα. «Εν γίνεται, έννεν δυνατό». «Εν γίνεται, έννεν δυνατό». Το επαναλαμβάνει ασταμάτητα, κρατώντας το κινητό στο χέρι ελπίζοντας να χτυπήσει. Σαν να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της, ότι «εν γίνεται, έννεν δυνατό», αφήνει το σώμα της σιγά σιγά να βυθιστεί στο πάτωμα, περιμένοντας τον ήχο που θα της δώσει σχοινί να πιαστεί πριν να βρει τον πάτο. Περιμένοντας, καθώς το χάος του νοσοκομείου σιγά σιγά ξανά ξεκινα και όλο και παραπάνω άτομα τρέχουν προς το δωμάτιο. Περιμένοντας…